ἀναβράσει

ἀναβράσει
ἀνάβρασις
boiling up
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀναβράσεϊ , ἀνάβρασις
boiling up
fem dat sg (epic)
ἀνάβρασις
boiling up
fem dat sg (attic ionic)
ἀναβράσσω
boil well
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀναβράζω
boil
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀναβράζω
boil
fut ind mid 2nd sg
ἀναβράζω
boil
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σβήνω — και σβένω και σβω και εσφ. τ. σβύνω Ν 1. κάνω κάτι να παύσει να καίει ή να φωτίζει 2. καταπαύω, καταπραΰνω (α. «έσβησε το πάθος του για ζωή» β. «έσβησε την δίψα του με κρασί») 3. εξαλείφω κάτι που έχει γραφεί, διαγράφω («έσβησε τα ονόματά μας από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”